- καδίσκος
- ο (Α καδίσκος) [κάδος]μικρός κάδοςαρχ.1. κάλπη στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ καδίσκος... ὁ μὲν ἀπολύων οὗτος, ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «καδίσκοισιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσανκαὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
Dictionary of Greek. 2013.